- αλδολάση
- Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες).
* * *η βιοχ.λέγεται και αλδολάση τής 1, 6-διφωσφορικής φρουκτόζης, διότι διασπά την ένωση σε φωσφορική διυδροξυακετόνη και 3-φωσφορική γλυκεριναλδεΰδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldolase < aldol (πρβλ. αλδόλη) + κατάλ. -ase (πρβλ. -άση)].
Dictionary of Greek. 2013.